πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni … Wikipedia
Saint Spyridon — Infobox Saint name=Saint Spyridon birth date=ca. 270 death date=348 feast day= East: December 12, Cheesefare Saturday West: December 14 venerated in=Eastern Orthodoxy, Eastern Catholicism imagesize=300px caption=Icon of Saint Spyridon birth place … Wikipedia
ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… … Dictionary of Greek
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
κτενοκέφαλος — ο ζωολ. ψείρα τού σκύλου και τής γάτας, γένος σιφωνάπτερων εντόμων τής οικογένειας pulicidae, που είναι φορέας τού εξανθηματικού τύφου, μπορεί να μεταδώσει την πανώλη και χρησιμεύει ως ξενιστής τής ταινίας τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
πανουκλιάζω — [πανούκλα] 1. προσβάλλομαι από την ασθένεια πανώλη, παθαίνω πανούκλα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πανουκλιασμένος, η, ο α) (ως κατάρα) αυτός που μακάρι να πάθει πανούκλα β) μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που αναμιγνύεται σε όλα, πολυπράγμων … Dictionary of Greek
πανωλικό — ή, ό [πανώλης] αυτός που αναφέρεται στη νόσο πανώλη … Dictionary of Greek
πανωλόβλητος — η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek